περιρραίνω

περιρραίνω
(αόρ. περιέρρανα) μετ. обрызгивать вокруг

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "περιρραίνω" в других словарях:

  • περιρραίνω — ΝΑ ραίνω, ραντίζω κάτι γύρω γύρω, τό περιρραντίζω, τό κάνω υγρό σε όλη την επιφάνειά του («βωμοὺς περιρραίνοντες», Αριστοφ.) αρχ. 1. μέσ. περιρραίνομαι μτφ. εξαγνίζομαι 2. υγραίνω, νοτίζω κάτι 3. χύνω νερό ή άλλο υγρό γύρω γύρω, παντού 4. παθ.… …   Dictionary of Greek

  • περιράσσει — περιρραίνω besprinkle aor subj act 3rd sg (epic) περιρραίνω besprinkle fut ind mid 2nd sg (epic) περιρραίνω besprinkle fut ind act 3rd sg (epic) περιρά̱σσει , περιρρήγνυμι break off all round pres ind mp 2nd sg περιρά̱σσει , περιρρήγνυμι break… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιρανεῖ — περιρραίνω besprinkle fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) περιρραίνω besprinkle fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιραίνει — περιρραίνω besprinkle pres ind mp 2nd sg περιρραίνω besprinkle pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιρραινομένων — περιρραίνω besprinkle pres part mp fem gen pl περιρραίνω besprinkle pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιρραινόμεθα — περιρραίνω besprinkle pres ind mp 1st pl περιρραίνω besprinkle imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιρραινόμενον — περιρραίνω besprinkle pres part mp masc acc sg περιρραίνω besprinkle pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιρρανεῖ — περιρραίνω besprinkle fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) περιρραίνω besprinkle fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιρραίνει — περιρραίνω besprinkle pres ind mp 2nd sg περιρραίνω besprinkle pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιρραίνοντα — περιρραίνω besprinkle pres part act neut nom/voc/acc pl περιρραίνω besprinkle pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιρραίνουσι — περιρραίνω besprinkle pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) περιρραίνω besprinkle pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»